πολυπώγων

πολυπώγων
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη και περιλαμβάνει 10 είδη ποωδών φυτών με έρπον ρίζωμα, τα οποία φύονται σε υγρά αμμώδη εδάφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”